- κολλέγχυμα
- Ένας από τους πρωτογενείς ιστούς των φυτών, με στηρικτικό ρόλο. Το κ. αποτελείται από ζωντανά κύτταρα που φέρουν παχιά, μη αποξυλωμένα τοιχώματα, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, κατά κανόνα χωρίς μεσοκυττάριους χώρους. Το τοίχωμα των κολλεγχυματικών κυττάρων χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα, δηλαδή έχει την ικανότητα να παραμορφώνεται, όταν δεχθεί κάποια πίεση, και να διατηρεί τη νέα του μορφή, με τρόπο που να συγκρατεί το φυτό, χωρίς να εμποδίζει την ανάπτυξή του. Συναντάται, κυρίως, στον πρωτογενή φλοιό των νεαρών δικοτυλήδονων φυτών. Τα κυτταρικά τοιχώματα των κ. αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη ή μείγμα κυτταρίνης και πηκτίνης. Στα παχιά στελέχη των ποωδών φυτών το κ. μπορεί να έχει αποταμιευτικό ρόλο ή ακόμα και αφομοιωτική λειτουργία. Το κ. διακρίνεται σε τρεις τύπους: το γωνιώδες, το κατά πλάκας και το χαλαρό.
Κολλέγχυμα στο μικροσκόπιο.
* * *τοβοτ.1. βιολ. μεσογλοία τών μεδουσών που σχηματίζεται από μια ζελατινώδη ουσία, από ίνες και από αμοιβαδοειδή κύτταρα2. βοτ. ιστός τών φυτών με στηρικτική κατά βάση λειτουργία ο οποίος αποτελείται από κύτταρα ζωντανά, επιμήκη συνήθως, με κυτταρικά τοιχώματα που παρουσιάζουν ανισομερή πάχυνση και δεν είναι αποξυλωμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. collenchyme < coll- (< κόλλα) + -enchyme (< ἔγχυμα < ἐγχέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.